Η Ύπατη Αρμοστεία στην Κύπρο

Τα Πρώτα Χρόνια

Στις 10 Αυγούστου 1974, ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βάλντχαϊμ, ανακοίνωσε τον διορισμό του Σαντρουντίν Αγά Χαν, τότε Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ, ως συντονιστή της ανθρωπιστικής βοήθειας για την Κύπρο. Λίγες μέρες μετά τον διορισμό, ο Ύπατος Αρμοστής και δύο υπάλληλοι της Υ.Α. έφτασαν στο νησί προκειμένου να αποτιμήσουν από πρώτο χέρι τις πιο επείγουσες ανάγκες βοήθειας.

Μια αρχική έκκληση για $22 εκατομμύρια έγινε από τον Ύπατο Αρμοστή τον Σεπτέμβριο, προκειμένου να καλυφθούν επείγουσες ανάγκες στέγασης και διατροφής, και για οικιακό και κοινοτικό εξοπλισμό. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1974, ο στόχος των $22 ξεπεράστηκε, καθώς η συνολική αξία των εισφορών ανήλθε στα $23.4 εκατομμύρια. Τα τρία πρώτα χρόνια της επιχείρησης έκτακτης ανάγκης στην Κύπρο, η Υ.Α. του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εκταμίευσε περισσότερα από $83 εκατομμύρια για ανθρωπιστική βοήθεια προς τους εκτοπισμένους πληθυσμούς και των δύο κοινοτήτων. Τα κεφάλαια για τα προγράμματα βοήθειας είχαν παρασχεθεί κυρίως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενώ η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα πρόσφερε τρόφιμα.

Αυτό που η διεθνής κοινότητα ανέμενε ότι θα ήταν μια βραχυπρόθεσμη συμμετοχή της Υ.Α. διήρκησε για περισσότερα από 23 χρόνια.

Η ανθρωπιστική βοήθεια της Υ.Α. προς εκτοπισμένους Κυπρίους εξελίχθηκε σταδιακά από βοήθεια έκτακτης ανάγκης σε ενίσχυση των θεσμών και υποδομών, που δέχονταν τεράστια πίεση λόγω της μετακίνησης του πληθυσμού (π.χ. σχολεία, νοσοκομεία), και εν τέλει σε ενίσχυση δικοινοτικών προγραμμάτων προορισμένων να λειτουργήσουν ως γέφυρες επικοινωνίας και διαλόγου, με στόχο τη βελτίωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και καλής πίστης ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

Μέχρι το 1998, η ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας για τους εσωτερικά εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους είχε μειωθεί και η Υ.Α. ανέθεσε το έργο της σε άλλες υπηρεσίες του ΟΗΕ, υπεύθυνες για αναπτυξιακά προγράμματα. To 1998, άρχισαν να φτάνουν στο νησί βάρκες με μεγάλους αριθμούς αιτητών ασύλου και μεταναστών. Υπήρχε επίσης σημαντική αύξηση στον αριθμό των αιτητών ασύλου ως αποτέλεσμα του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Λόγω έλλειψης εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση ασύλου και των απαραίτητων θεσμικών διευθετήσεων και εξουσιών, οι λειτουργικές ευθύνες για την καταγραφή των αιτητών ασύλου που έφταναν στο νησί από άλλες χώρες, καθώς και η εξέταση των αιτήσεών τους για καθεστώς πρόσφυγα, είχαν περιέλθει στην ΄Υπατη Αρμοστεία.

Σταδιακά, η κυβέρνηση άρχισε να αναπτύσσει νομοθετικό πλαίσιο και τις απαραίτητες διαδικασίες και δυνατότητες για ένα πρόγραμμα προστασίας προσφύγων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Καθοδόν προς την ένταξή της στην Ε.Ε., η Κυπριακή Δημοκρατία, με την τεχνική αρωγή της Υ.Α. του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, υιοθέτησε την πρώτη της εθνική νομοθεσία για τους πρόσφυγες και διαδικασίες ασύλου το 2000, ενώ το 2002 παρέλαβε από την Υ.Α. την ευθύνη για τη χορήγηση ασύλου.

Το Επίκεντρο Σήμερα

Σήμερα, η πρωταρχική λειτουργία της ΄Υπατης Αρμοστείας στην Κύπρο είναι να στηρίξει την Κυβέρνηση στην περαιτέρω ανάπτυξη και ενίσχυση του νομοθετικού της πλαισίου, καθώς και των διαδικασιών και εξουσιών που θα διέπουν ένα σύστημα προστασίας προσφύγων, πλήρως εναρμονισμένο με τα διεθνή πρότυπα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι τα κενά και οι δυναμίες στην εθνική νομοθεσία και την πρακτική χορήγησης ασύλου θα αντιμετωπιστούν επαρκώς. ΄Οτι οι πολιτικές διαχείρισης του μεταναστευτικού θα εμπεριέχουν ασφαλιστικές δικλείδες σχετικές με την προστασία. Και ότι οι διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος πρόσφυγα θα διαμορφωθούν περαιτέρω, με στόχο να καταστούν τόσο δίκαιες όσο και αποτελεσματικές, και ότι θα εφαρμοστούν προγράμματα με στόχο να βοηθήσουν τους πρόσφυγες να βρουν μια βιώσιμη λύση μέσω της τοπικής ενσωμάτωσης. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, η Υ.Α. αναλαμβάνει τις εξής δραστηριότητες:

  • Να παρακολουθεί και να προάγει τον σεβασμό για τα δικαιώματα των προσφύγων και τα πρότυπα μεταχείρισης των αιτητών ασύλου, ειδικά όσον αφορά τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, τις συνθήκες υποδοχής και κράτησης.
  • Να επηρεάζει τη νομοθεσία που αφορά τους πρόσφυγες και τους αιτητές ασύλου, αρέχοντας εξειδικευμένες συμβουλές και σχόλια για σχετικά νομοσχέδια, προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμόνιση με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα.
  • Να παρέχει τεχνική συνδρομή, νομική συμβουλή και άλλες μορφές υποστήριξης προκειμένου να βοηθήσει τις αρχές να ενισχύσουν περαιτέρω τις διαδικασίες καθορισμού καθεστώτος πρόσφυγα και να διασφαλίσουν την ποιοτική λήψη αποφάσεων.
  • Να παρακολουθεί και να υποστηρίζει ενεργά την αποδοτική πρόσβαση των ασυνόδευτων παιδιών και των παιδιών που έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους στο εθνικό σύστημα προστασίας παιδιών μέσα από επακριβή και έγκαιρη ταυτοποίηση, καταχώρηση και τεκμηρίωση, κηδεμονία και νομική εκπροσώπηση, επαρκή φροντίδα και εποπτεία, εντοπισμό και επανένωση με την οικογένεια. Κεντρική θέση στις ενέργειες αυτές κατέχει ο καθορισμός του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.
  • Να εκπαιδεύει τους κύριους εμπλεκόμενους κυβερνητικούς φορείς καθώς και φορείς της κοινωνίας των πολιτών σε βασικά θέματα προστασίας, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσφύγων, των συνθηκών υποδοχής για τους αιτητές ασύλου, μόνιμες λύσεις και την προστασία των παιδιών.
  • Να προωθεί καλές πρακτικές όσον αφορά πολιτικές και μέτρα που θα στηρίξουν την αποτελεσματική ένταξη των προσφύγων στην κοινωνική, οικονομική, και πολιτιστική δομή της κυπριακής κοινωνίας, περιλαμβανομένης ενεργούς υποστήριξης για θέματα πολιτογράφησης, άδειας διαμονής μακράς διάρκειας και οικογενειακής επανένωσης.
  • Να προάγει την πρόσβαση στις συμβάσεις του ΟΗΕ για το καθεστώς των ανιθαγενών.
  • Να ενισχύει και να διευρύνει τις διαδικασίες δημόσιας πληροφόρησης, επιμόρφωσης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης μέσα από προβολή στα ΜΜΕ, σχολικές δραστηριότητες, ειδικές εκστρατείες, σεμινάρια και τη δημιουργία κοινού απεύθυνσης.
  • Να ενισχύσει τη συνεργασία με ΜΚΟ και άλλους παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών που εμπλέκονται στην προστασία των προσφύγων.